- ταριχόπλεως
- τᾰρῑχό-πλεως, ων,A full of salt fish, prob. cj. in Ps.-Hes. ap. Ath. 3.116b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταριχόπλεως — ων, ΜΑ (για θάλασσα) γεμάτος από ψάρια κατάλληλα για πάστωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + πλέως «γεμάτος» (πρβλ. ἡμί πλεως)] … Dictionary of Greek